οβίδα

οβίδα
η
βλήμα πυροβόλου όπλου με γέμισμα από εκρηκτική ύλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οβίδα — η στρ. το βλήμα πυροβόλου ή όλμου το οποίο έχει κύλινδρο κωνικό σχήμα, περιέχει γόμωση από εκρηκτικές όλες και εκρήγνυται στο έδαφος ή στον αέρα σε ρυθμιζόμενο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (< γερμ. Haubitze «ολμοβόλο») + κατάλ. ίδα. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • οβιδοβόλο — το στρ. τύπος πυροβόλου μέσου βεληνεκούς, με καμπύλη τροχιά και σχετικά βραχεία κάννη σε σχέση με τα ποροβόλα τού ίδιου διαμετρήματος, κατάλληλο για προσβολή στόχων σε ορεινές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. obusier (βλ. λ. οβίδα) < οβίδα …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • βώκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αναστάσιος. Υπηρέτησε στις γολέτες του Δημ. Βώκου (1821 25) και διακρίθηκε στους αποκλεισμούς της Καρύστου, της Κασσάνδρας και του Ωρωπού. 2. Ανδρέας. Πατρικό επώνυμο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • γκιουλές — ο οβίδα, βλήμα τηλεβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gulle] …   Dictionary of Greek

  • κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… …   Dictionary of Greek

  • κορηθρέμβολο — το εργαλείο με το οποίο ωθείται στη θέση της η γόμωση και η οβίδα ή το μεταλλικό φυσίγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρηθρο «καθαριστήρας πυροβόλων» + έμβολο. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. ecouvillon refouloir. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …   Dictionary of Greek

  • κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”